κρηνις

κρηνις
    κρηνίς
    дор. κρᾱνίς -ῖδος ἥ Eur. = κρηνίδιον См. κρηνιδιον

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κρηνις" в других словарях:

  • κρηνίς — κρηνίς, ῑδος, ἡ (Α) [κρήνη] 1. η κρήνη («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», Ευρ.) 2. (στον πληθ. ως τοπων.) αἱ Κρηνῑδες ή Κρηνίδες η πόλη Φίλιπποι τής Μακεδονίας («ὅτι πλεῑστα μέταλλά ἐστι χρυσοῡ ἐν ταῑς Κρηνῑσιν», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • Κρηνίς — Fr.anon. fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηνίς — κρηνί̱ς , κρηνίς Fr.anon. fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηνῖδας — κρηνίς Fr.anon. fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηνῖδες — κρηνίς Fr.anon. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηνῖδος — κρηνίς Fr.anon. fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρηνίδα — Κρηνίς Fr.anon. fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρηνίδας — Κρηνίς Fr.anon. fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρηνίδες — Κρηνίς Fr.anon. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρηνίδος — Κρηνίς Fr.anon. fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρηνίδων — Κρηνίς Fr.anon. fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»